- γνάψιμο
- το чесание (шерсти); валяние (сукна)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γνάψιμο — το [γνάφω] 1. το καθάρισμα και η κατεργασία μαλλιού 2. κατεργασία δέρματος … Dictionary of Greek